- μορίδιος
- -α, -ο (Α μορίδιος, -ον)νεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το μορίδιοβιολ. η πρώτη εμβρυϊκή μορφή, που αποτελείται από συμπαγή μάζα εμβρυϊκών κυττάρων τα οποία προέρχονται από την αυλάκωση τού γονιμοποιημένου αβγούαρχ.μορόεις*.[ΕΤΥΜΟΛ. < μόρος + κατάλ. -ίδιος (πρβλ. μοιρ-ίδιος)].
Dictionary of Greek. 2013.